- στουπώνω
- 1) boucher2) bourrer3) calfeutrer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στουπώνω — στουπώνω, στούπωσα, στουπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
στουπώνω — στούπωσα, στουπωμένος 1. φράζω με βύσμα: Στούπωσε τη χαραμάδα. 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για την απορρόφηση της μελάνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουμπώνω — στουμπώνω, στούμπωσα, στουμπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασάττω — (AM) παραγεμίζω, στουπώνω … Dictionary of Greek
εμπακτώ — ἐμπακτῶ ( όω) (Α) φράζω, στουπώνω … Dictionary of Greek
εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος … Dictionary of Greek
επιβύω — ἐπιβύω (AM) βουλλώνω, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»] … Dictionary of Greek
επιπωμάζω — και επιπωματίζω (Α ἐπιπωμάζω και νεώτ. ἐπιπωματίζω) [πωμάζω] καλύπτω με πώμα, σκεπάζω, στουπώνω, βουλλώνω … Dictionary of Greek
επιπωματίζω — (AM ἐπιπωματίζω) [πωματίζω] σκεπάζω, βουλλώνω, στουπώνω … Dictionary of Greek
καταλακτίζω — (AM) μσν. κλοτσώ δυνατά αρχ. φράζω, στουπώνω … Dictionary of Greek